- καροτσιέρης
- και καροτσέρης, ο [καρότσι]αμαξηλάτης, καραγωγέας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καροτσιέρης — ο οδηγός καρότσας: Μας πήρε ακριβά ο καροτσιέρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ιέρης — κατάληξη αρσενικών ουσιαστικών ιταλικής προελεύσεως πρβλ. γκαραζιέρης, γκρουπιέρης, γονδολιέρης, καμαριέρης, καμηλιέρης, κανονιέρης, καροτσιέρης, λαντζιέρης, λαουτιέρης, μαουνιέρης, μπαγκιέρης, μπιραριέρης, μπουρλοτιέρης, πορτιέρης, σκουνιέρης,… … Dictionary of Greek